σιγουρεύω

σιγουρεύω
σιγουρεύω, σιγούρεψα βλ. πίν. 17
——————
Σημειώσεις:
σιγουρεύω, σιγουρεύομαι : στην παθητική φωνή διαφοροποιείται η σημασία.
Το σιγουρεύω σημαίνει κάνω κάτι σίγουρο, σταθερό, ασφαλές, ενώ το σιγουρεύομαι βεβαιώνομαι για κάτι.
Ο τύπος σιγουράρω που αναφέρεται σε ορισμένα λεξικά (κατά το αμπαλάρω, βλ. πίν. 55 ) είναι σπάνιος.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σιγουρεύω — Ν [σίγουρος] 1. καθιστώ κάτι σίγουρο, ασφαλές, σταθεροποιώ, εξασφαλίζω, διασφαλίζω («καλό είναι να σιγουρέψεις τα χρήματα σου βάζοντάς τα στην τράπεζα») 2. χαμηλώνω, χαλαρώνω τα πανιά ή τα σχοινιά πλοίου, σιγουράρω 3. μέσ. σιγουρεύομαι α) (για… …   Dictionary of Greek

  • σιγούρεμα — το, Ν [σιγουρεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιγουρεύω, επίτευξη σταθερότητας, ασφάλειας, εξασφάλιση, σιγουριά 2. απόκτηση βεβαιότητας για κάτι …   Dictionary of Greek

  • σιγουρεύομαι — σιγουρεύομαι, σιγουρεύτηκα βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: σιγουρεύω, σιγουρεύομαι : στην παθητική φωνή διαφοροποιείται η σημασία. Το σιγουρεύω σημαίνει → κάνω κάτι σίγουρο, σταθερό, ασφαλές, ενώ το σιγουρεύομαι → βεβαιώνομαι για κάτι. Ο τύπος σιγουράρω… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σιγουριάζω — Ν [σιγουριά] σιγουρεύω …   Dictionary of Greek

  • sigur — SÍGUR, Ă, (I) siguri, e, adj., (II) adv. I. adj. 1. De a cărui realitate sau realizare nu se poate îndoi nimeni; neîndoielnic. 2. Convins, încredinţat. ♢ expr. A fi sigur (de ceva sau de cineva) = a avea deplină încredere (în ceva sau în cineva) …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”