σιγουρεύω — Ν [σίγουρος] 1. καθιστώ κάτι σίγουρο, ασφαλές, σταθεροποιώ, εξασφαλίζω, διασφαλίζω («καλό είναι να σιγουρέψεις τα χρήματα σου βάζοντάς τα στην τράπεζα») 2. χαμηλώνω, χαλαρώνω τα πανιά ή τα σχοινιά πλοίου, σιγουράρω 3. μέσ. σιγουρεύομαι α) (για… … Dictionary of Greek
σιγούρεμα — το, Ν [σιγουρεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιγουρεύω, επίτευξη σταθερότητας, ασφάλειας, εξασφάλιση, σιγουριά 2. απόκτηση βεβαιότητας για κάτι … Dictionary of Greek
σιγουρεύομαι — σιγουρεύομαι, σιγουρεύτηκα βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: σιγουρεύω, σιγουρεύομαι : στην παθητική φωνή διαφοροποιείται η σημασία. Το σιγουρεύω σημαίνει → κάνω κάτι σίγουρο, σταθερό, ασφαλές, ενώ το σιγουρεύομαι → βεβαιώνομαι για κάτι. Ο τύπος σιγουράρω… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σιγουριάζω — Ν [σιγουριά] σιγουρεύω … Dictionary of Greek
sigur — SÍGUR, Ă, (I) siguri, e, adj., (II) adv. I. adj. 1. De a cărui realitate sau realizare nu se poate îndoi nimeni; neîndoielnic. 2. Convins, încredinţat. ♢ expr. A fi sigur (de ceva sau de cineva) = a avea deplină încredere (în ceva sau în cineva) … Dicționar Român